- ἀγκιστροφάγος
- ἀγκιστροφάγοςbiting the hookmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκιστροφάγος — ἀγκιστροφάγος, ον ο αγκιστροκλέφτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + φάγος < ἔφαγον] … Dictionary of Greek
αγκιστροκλέφτης — ο 1. κάθε ψάρι που κόβει και καταπίνει το αγκίστρι και, ειδικότερα, κοινή ονομασία ψαριών τού γένους Βλένιος (Blennius fasciatus ή Blennius planicornis). (Οικογένεια: Blenniidae). Άλλες ονομασίες: αγκιστροφάγος, αγκουροτσάκαλος, αγκουροτσάγκαλος… … Dictionary of Greek